- κόμιστρον
- κόμιστρον, τό, Lohn, Dank für Errettung; Trägerlohn
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κόμιστρον — reward for saving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμιστρα — κόμιστρον reward for saving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμιστρο — το (Α κόμιστρον] συν. στον πληθ. τα κόμιστρα πληρωμή ή αμοιβή μεταφοράς, κομιστικά, μεταφορικά αρχ. συν. στον πληθ. τά κόμιστρα α) ευγνωμοσύνη για διάσωση β) πληρωμή για την επιστροφή χαμένου αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομίζω + επίθημα τρον που… … Dictionary of Greek
κόμιστρ' — κόμιστρα , κόμιστρον reward for saving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)